- ογκογόνος
- -α, -ο, θηλ. και -ος1. (βιολ.-ιατρ.) αυτός που έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να προκαλεί όγκους («ογκογόνοι ιοί»)2. το ουδ. ως ουσ. το ογκογόνοβιολ. γενετικό υλικό που μεταφέρει την ικανότητα πρόκλησης όγκων σε έναν οργανισμό.
Dictionary of Greek. 2013.